οίκηση

οίκηση
η (ΑΜ οἴκησις) [οικώ]
1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση
2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ φυσικού προσώπου η οποία συνίσταται στο εμπράγματο και αποκλειστικό δικαίωμα τού δικαιούχου να χρησιμοποιεί ξένη οικοδομή ή ξένο διαμέρισμα ως κατοικία
αρχ.
1. τάφος
2. φωλιά ζώου, πτηνού
3. το κατοικημένο τμήμα χώρας ή περιοχής («διὰ τὸ τὴν οἴκησιν κεῑσθαι ταύτην ἄρκτον», Αριστοτ.)
4. (για πόλη) διοίκηση, διακυβέρνηση («περὶ πόλεως οἰκήσεως», Πλάτ.)
5. σύνολο διάσπαρτων συνήθως οικημάτων ανθρώπων που ακόμη δεν έχουν οργανωθεί σε πόλεις, συνοικισμός («τῶν τὴν μεσόγαιαν ἐχόντων αὐτόνομοι οὖσαι καὶ πρότερον ἀεὶ οἰκήσεις», Θουκ.)
6. οικογένεια, νοικοκυριό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οίκηση — η 1. το να κατοικεί κανείς κάπου, η κατοίκηση. 2. (νομ.), το δικαίωμα να κατοικεί κάποιος σε ξένο σπίτι χωρίς νοίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκήσῃ — οἰκήσηι , οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (epic) οἰκέω inhabit aor subj mid 2nd sg οἰκέω inhabit aor subj act 3rd sg οἰκέω inhabit fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκήσηι — οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (epic) οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit aor subj mid 2nd sg οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit aor subj act 3rd sg οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въселитисѧ — ВЪСЕЛ|ИТИСѦ (190), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1. Вселиться, поселиться где л.: ѹблажимъ богородицю. свѩтѣишѹ сѹщѹ хѣровима. и вьсѣхъ ангелъ престола цьсарева недвижимааго. домѹ въ немь же въселисѩ вышьнии Стих 1156–1163, 97 об.; бол˫аринъ же… обрете островъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • GELA — Fazello Alicata, celebris urbs Siciliae ad amnem cognom. Eam Rhodii, Antiphemo, et Cretenses, Etimo duce, communi operâ condidêrunt An. 45. post Syracusas. Hinc pop. Gelenses, Cic. Gelani, Plin. l. 3. c. 8. Geloi Virg. Aeu. l. 3. v. 701. Apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εισοίκησις — εἰσοίκησις, η (Α) τόπος για οίκηση, κατοικία …   Dictionary of Greek

  • ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”